«ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΥΗΣΗ»
Η Ινοκυστική Νόσος (Cystic Fibrosis,CF) είναι το κοινότερο γενετικό νόσημα στον λευκό Καυκάσιο πληθυσμό, με σοβαρές συνέπειες για την υγεία και τη ζωή του παιδιού που θα πάσχει.
Η νόσος προκαλείται από βλάβες στο γονίδιο CFTR, είναι κληρονομική και μεταβιβάζεται με τον υπολειπόμενο τρόπο κληρονομικότητας, δηλαδή τα άτομα που έχουν τη βλάβη σε ένα από τα δυο χρωμοσώματα λέμε ότι είναι φορείς και δεν πάσχουν ενώ για να πάσχει κάποιος πρέπει να έχει κληρονομήσει τη βλάβη κι από τους δυο γονείς (πιθανότητα 25%). Η συχνότητα φορέων της νόσου στον Ελληνικό πληθυσμό είναι περίπου 1 στους 25 και κάθε χρόνο γεννιούνται στην Ελλάδα περίπου 50 πάσχοντα παιδιά. Το νόσημα συνήθως εκδηλώνεται νωρίς στην βρεφική ηλικία αν και μερικές φορές δεν αναγνωρίζεται αμέσως. Προσβάλλονται κυρίως οι βλεννογόνοι αδένες του σώματος με αποτέλεσμα οι σωματικές εκκρίσεις να γίνονται παχύρρευστες και να φράζουν έτσι τους πόρους ή αεραγωγούς πολλών οργάνων, όπως οι πνεύμονες, το πάγκρεας και το συκώτι. Στους άνδρες, ειδικές μεταλλάξεις της νόσου είναι δυνατό να προκαλέσουν στειρότητα.. Η νόσος προκαλείται από βλάβες στο γονίδιο CFTR, είναι κληρονομική και μεταβιβάζεται με τον υπολειπόμενο τρόπο κληρονομικότητας, δηλαδή τα άτομα που έχουν τη βλάβη σε ένα από τα δυο χρωμοσώματα λέμε ότι είναι φορείς και δεν πάσχουν ενώ για να πάσχει κάποιος πρέπει να έχει κληρονομήσει τη βλάβη κι από τους δυο γονείς (πιθανότητα 25%). Η συχνότητα φορέων της νόσου στον Ελληνικό πληθυσμό είναι περίπου 1 στους 25 και κάθε χρόνο γεννιούνται στην Ελλάδα περίπου 50 πάσχοντα παιδιά. Το νόσημα συνήθως εκδηλώνεται νωρίς στην βρεφική ηλικία αν και μερικές φορές δεν αναγνωρίζεται αμέσως. Προσβάλλονται κυρίως οι βλεννογόνοι αδένες του σώματος με αποτέλεσμα οι σωματικές εκκρίσεις να γίνονται παχύρρευστες και να φράζουν έτσι τους πόρους ή αεραγωγούς πολλών οργάνων, όπως οι πνεύμονες, το πάγκρεας και το συκώτι. Στους άνδρες, ειδικές μεταλλάξεις της νόσου είναι δυνατό να προκαλέσουν στειρότητα.
Στα νεογέννητα και μικρά παιδιά που υπάρχει υποψία να νοσούν, εφαρμόζεται συνήθως το «τεστ ιδρώτα» και βέβαια η πλήρης επιβεβαίωση γίνεται μόνο με τον μοριακό γενετικό έλεγχο.Στα νεογέννητα και μικρά παιδιά που υπάρχει υποψία να νοσούν, εφαρμόζεται συνήθως το «τεστ ιδρώτα» και βέβαια η πλήρης επιβεβαίωση γίνεται μόνο με τον μοριακό γενετικό έλεγχο.
Δυο είναι τα ιδιαίτερα προβλήματα με την ινοκυστική νόσο: (α) οι φορείς είναι απόλυτα υγιείς, χωρίς κανένα σύμπτωμα και επομένως χωρίς κάποιο τρόπο να τους αναγνωρίσουμε και (β) το γονίδιο είναι σχετικά μεγάλο σε μέγεθος με πάρα πολλές πιθανές μεταλλάξεις (>1300).Δυο είναι τα ιδιαίτερα προβλήματα με την ινοκυστική νόσο: (α) οι φορείς είναι απόλυτα υγιείς, χωρίς κανένα σύμπτωμα και επομένως χωρίς κάποιο τρόπο να τους αναγνωρίσουμε και (β) το γονίδιο είναι σχετικά μεγάλο σε μέγεθος με πάρα πολλές πιθανές μεταλλάξεις (>1300).
Επιπλέον, οι μεταλλάξεις στο γονίδιο δεν είναι ίδιες σε συχνότητα σε όλους τους πληθυσμούς ,με πολύ σημαντικές διαφορές, για παράδειγμα, μεταξύ λαών της Β. Ευρώπης και της Μεσογείου.Επιπλέον, οι μεταλλάξεις στο γονίδιο δεν είναι ίδιες σε συχνότητα σε όλους τους πληθυσμούς ,με πολύ σημαντικές διαφορές, για παράδειγμα, μεταξύ λαών της Β. Ευρώπης και της Μεσογείου.
Ο μόνος τρόπος να αναγνωρίσουμε τους φορείς της ινοκυστικής νόσου είναι με τον μοριακό γενετικό έλεγχο (ανίχνευση μεταλλάξεων στο γονίδιο CFTRί) στον γενικό πληθυσμό (ανίχνευση φορέων). Σε πολλές πλέον χώρες, με συγκεκριμένες οδηγίες που έχουν εκδοθεί, συνιστάται ο μοριακός γενετικός έλεγχος της ινοκυστικής σε όλα τα ζευγάρια (συνήθως ελέγχεται πρώτα η μητέρα), πριν την εγκυμοσύνη ή πολύ νωρίς στην κύηση (ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΛΕΓΧΟΥΜΕ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΤΟ ΕΜΒΡΥΟ).
Το βασικότερο στοιχείο του ελέγχου αυτού είναι το ποσοστό των μεταλλάξεων που πρέπει να ανιχνεύεται στον συγκεκριμένο πληθυσμό. Λόγω του μεγάλου αριθμού των μεταλλάξεων αλλά και της διαφορετικής συχνότητας των μεταλλάξεων στους διάφορους πληθυσμούς-εθνότητες, είναι σχεδόν αδύνατο να σχεδιασθεί μια συγκεκριμένη ομάδα-αριθμός μεταλλάξεων που θα ελέγχονται παγκοσμίως.Το βασικότερο στοιχείο του ελέγχου αυτού είναι το ποσοστό των μεταλλάξεων που πρέπει να ανιχνεύεται στον συγκεκριμένο πληθυσμό. Λόγω του μεγάλου αριθμού των μεταλλάξεων αλλά και της διαφορετικής συχνότητας των μεταλλάξεων στους διάφορους πληθυσμούς-εθνότητες, είναι σχεδόν αδύνατο να σχεδιασθεί μια συγκεκριμένη ομάδα-αριθμός μεταλλάξεων που θα ελέγχονται παγκοσμίως.
Για το λόγο αυτό συνιστάται, με διεθνείς οδηγίες, να ελέγχονται μεταλλάξεις του γονιδίου που να καλύπτουν ποσοστό ~85% του συνόλου των μεταλλάξεων στον συγκεκριμένο πληθυσμό. Στον προγεννητικό έλεγχο, και ειδικά σε περιπτώσεις υψηλού κινδύνου (π.χ. υπερηχογενές έντερο και έμβρυο φορέας Ρ508άβΙ), τότε είναι επιθυμητό να γίνει άμεσα ο έλεγχος ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ (κι όχι του εμβρύου), που να καλύπτει όσο το δυνατό μεγαλύτερο ποσοστό μεταλλάξεων. Σε περίπτωση, βέβαια, που είναι ήδη γνωστό ότι κι οι δυο γονείς είναι φορείς, τότε είναι απαραίτητος (και σχετικά απλός) ο έλεγχος του εμβρύου, που έχει 25% πιθανότητα να πάσχει.1 στα 700 ζευγάρια είναι ΚΙ ΟΙ ΔΥΟ φορείς της νόσου, με 25% πιθανότητα να έχουν πάσχοντα παιδιά Αν στη μητέρα ΔΕΝ ανιχνεύθηκε μετάλλαξη (με 85% ανίχνευση), τότε ο κίνδυνος να αποκτήσει πάσχον παιδί (χωρίς να εξετασθεί ο πατέρας) είναι ~1/17000Για το λόγο αυτό συνιστάται, με διεθνείς οδηγίες, να ελέγχονται μεταλλάξεις του γονιδίου που να καλύπτουν ποσοστό ~85% του συνόλου των μεταλλάξεων στον συγκεκριμένο πληθυσμό. Στον προγεννητικό έλεγχο, και ειδικά σε περιπτώσεις υψηλού κινδύνου (π.χ. υπερηχογενές έντερο και έμβρυο φορέας Ρ508άβΙ), τότε είναι επιθυμητό να γίνει άμεσα ο έλεγχος ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ (κι όχι του εμβρύου), που να καλύπτει όσο το δυνατό μεγαλύτερο ποσοστό μεταλλάξεων. Σε περίπτωση, βέβαια, που είναι ήδη γνωστό ότι κι οι δυο γονείς είναι φορείς, τότε είναι απαραίτητος (και σχετικά απλός) ο έλεγχος του εμβρύου, που έχει 25% πιθανότητα να πάσχει.1 στα 700 ζευγάρια είναι ΚΙ ΟΙ ΔΥΟ φορείς της νόσου, με 25% πιθανότητα να έχουν πάσχοντα παιδιά Αν στη μητέρα ΔΕΝ ανιχνεύθηκε μετάλλαξη (με 85% ανίχνευση), τότε ο κίνδυνος να αποκτήσει πάσχον παιδί (χωρίς να εξετασθεί ο πατέρας) είναι ~1/17000.
1. Αν στη μητέρα βρεθεί μετάλλαξη (είναι φορέας-ετεροζυγώτης), τότε ο κίνδυνος να αποκτήσει πάσχον παιδί (χωρίς να εξετασθεί ο πατέρας) είναι περίπου1/100. Αφού εξετασθεί ο πατέρας με 85% ανίχνευση και ΔΕΝ βρεθεί μετάλλαξη, ο κίνδυνος μειώνεται σε περιπου1/700. Αν ο πατέρας εξετασθεί με ~95% ανίχνευση και ΔΕΝ βρεθεί μετάλλαξη, τότε ο κίνδυνος μειώνεται ακόμη περισσότερο σε 1/10001. Αν στη μητέρα βρεθεί μετάλλαξη (είναι φορέας-ετεροζυγώτης), τότε ο κίνδυνος να αποκτήσει πάσχον παιδί (χωρίς να εξετασθεί ο πατέρας) είναι περίπου1/100. Αφού εξετασθεί ο πατέρας με 85% ανίχνευση και ΔΕΝ βρεθεί μετάλλαξη, ο κίνδυνος μειώνεται σε περιπου1/700. Αν ο πατέρας εξετασθεί με ~95% ανίχνευση και ΔΕΝ βρεθεί μετάλλαξη, τότε ο κίνδυνος μειώνεται ακόμη περισσότερο σε 1/1000.
Η αποκάλυψη της συγκεκριμένης γενετικής βλάβης που είναι συνδεδεμένη με την ινοκυστική νόσο είναι πολύτιμο (έως απαραίτητο) εργαλείο για την παραπέρα διαχείριση του περιστατικού από τον παραπέμποντα γιατρό. Χωρίς αυτή τη γνώση είναι δύσκολη η γενετική συμβουλή για την εξέλιξη του πάσχοντος ή του εμβρύου, για τις αναπαραγωγικές επιλογές του ζευγαριού αλλά και για της γενικότερες επιπτώσεις στην οικογένεια.